- ἐπηγγειλάμην
- ἐπηγγειλάμην, ἐπήγγελμαι s. ἐπαγγέλλομαι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐπηγγειλάμην — ἐπαγγέλλω tell aor ind mid 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πηγγειλάμην — ἀπηγγειλάμην , ἀπαγγέλλω bring tidings aor ind mid 1st sg (attic epic ionic) ἐπηγγειλάμην , ἐπαγγέλλω tell aor ind mid 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)